Ἶρις

Ἶρις
Ἶρις, ιδος, , acc. Ἶριν, voc. Ἶρι:—Iris, the messenger of the gods among themselves, Il.8.398 (never in Od.), Hes.Th.780, etc. (Perh. fr. Ϝῖρις, cf.
A

ὠκέα Ἶρις Il.2.786

, al., Hes. l.c.;

ὦκα δὲ Ἶρις Il.23.198

(Pap.); possibly also fr. Ἐϝῖρις: Εἶρις is the name of a ship, IG22.1611c137 (iv B.C.), but ἶρις is written in Michel832 (Samos, iv B.C.): allegorized as προφορικὸς λόγος and derived from εἴρω by Stoic.2.43.)
II as Appellat., [full] ἶρις, , gen.

ἴριδος Thphr.CP6.11.13

, also εως Androm. ap. Gal.14.43,
POxy.1088.34 (i A.D.), Gp.6.8.1; acc. ἶριν Michel l.c., Plu.2.664e,

ἴριδα Nic.Al.406

; [dialect] Ep. dat. pl. ἴρισσιν (v. infr.):—rainbow,

δράκοντες . . , ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, τέρας μερόπων ἀνθρώπων Il.11.27

, cf.Arist.Mete.375a1, Epicur. Ep.2p.51U.
2 any bright-coloured circle surrounding another body, as the lunar rainbow, Arist.Mete.375a18; halo of candle, Thphr.Sign.13; round the eyes of a peacock's tail, Luc.Dom.11; the iris of the eye, Ruf.Onom.24, [Gal.] 14.702; also, section through the ciliary region, Gal.UP10.2.
3 iridescent garment, Michell.c.
4 various species of the botanical genus iris, e.g. the purple Iris, I. germanica or pallida,

εὐάνθεμον ἶριν AP4.1.9

(Mel.);

τὸ ἄνθος πολλὰς ἔχει ἐν αὑτῷ ποικιλίας Arist.Col.796b26

, cf. Plin.HN21.40; also, the white variety of it, I. florentina, from the rhizome of which the orris-root of commerce is made, Thphr.HP1.7.2, CP6.11.13, etc.;

ἶρις Ἰλλυρική Dsc.1.1

, cf. Plin.HN13.14: in this sense some wrote it oxyt. [full] ἰρίς, ίδος, Eust.391.33
, Sch.Nic.l.c.
5 a precious stone, Plin.HN 37.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἶρις — rainbow fem nom sg ἶρις rainbow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίς — rainbow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους …   Dictionary of Greek

  • ἴρις — ἴ̱ρῑς , ἶρις rainbow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἶρις — Ἶ̱ρις , Ἶρις rainbow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶρι — Ἶρις rainbow fem voc sg ἶρις rainbow fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶριν — Ἶρις rainbow fem acc sg ἶρις rainbow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ирида в мифологии — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ирида, богиня — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”